μασιά

μασιά
και μασά, η
1. εργαλείο για το σκάλισμα τής φωτιάς, τσιμπίδα
2. είδος λαϊκού μουσικού οργάνου στη Θράκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. masa].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μασιά — η (λ. τουρκ.), η τσιμπίδα για τα κάρβουνα: Ανακάτεψε τα πυρωμένα κάρβουνα με τη μασιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 …   Dictionary of Greek

  • Приложение. Из истории развития медицинской терминологии — История полупрофессионального и профессионального врачевания насчитывает несколько тысячелетий. Некоторые сведения о достижениях медицины древнейших цивилизаций в распознавании и лечении болезней можно почерпнуть из вавилонских клинописных… …   Медицинская энциклопедия

  • Χριστός — I (από το χρίω, μετάφραση του εβραϊκού μασιά = ο κεχρισμένος, ο μεσσίας). Τίτλος που δίνεται στον Ιησού. Με τον Απόστολο Παύλο ο όρος πήρε διπλή σημασία: χωρίς άρθρο έγινε δεύτερο κύριο όνομα, Ιησούς Χριστός, και αναφέρεται στην προσωπικότητά του …   Dictionary of Greek

  • θερμάστιον — θερμάστιον, τὸ (Α) [θέρμαστις] θερμαστρίδα, μασιά …   Dictionary of Greek

  • θερμαστρίδα — η (Α θέρμαστρις ή θερμαυστρίς ή θερμαστρίς) [θερμάστρα] λαβίδα με την οποία κρατούνται πυρακτωμένα αντικείμενα, τσιμπίδα, μασιά αρχ. 1. κάθε είδος λαβίδας 2. είδος βίαιου χορού κατά τον οποίο αυτός που χόρευε αναπηδούσε διασταυρώνοντας τα πόδια… …   Dictionary of Greek

  • πυράγρα — η, ΝΜΑ λαβίδα αποτελούμενη από δύο σκέλη κατάλληλη για το ανασκάλεμα τής φωτιάς, πυρολαβίδα, μασιά νεοελλ. μεταλλική λαβίδα που χρησιμοποιείται από τους σιδηρουργούς για τη συγκράτηση τών διάπυρων μεταλλικών τεμαχίων, τσιμπίδα αρχ. (γενικά)… …   Dictionary of Greek

  • πυρολαβίδα — η / πυρολαβίς, ίδος, ΝΜΑ πυράγρα, μασιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ* + λαβίς, ίδος] …   Dictionary of Greek

  • τσιμπίδα — η, Ν 1. κάθε είδους λαβίδα 2. (ειδικά) πυράγρα, πυρολαβίδα, μασιά 3. φρ. α) «τόν έπιασε η τσιμπίδα» ί) τόν συνέλαβαν ii) έγινε αντικείμενο αυστηρής κριτικής β) «με την τσιμπίδα πας» λέγεται σε κάποιον όταν αυτός επιζητεί επίμονα αφορμή φιλονικίας …   Dictionary of Greek

  • χριστός — I (από το χρίω, μετάφραση του εβραϊκού μασιά = ο κεχρισμένος, ο μεσσίας). Τίτλος που δίνεται στον Ιησού. Με τον Απόστολο Παύλο ο όρος πήρε διπλή σημασία: χωρίς άρθρο έγινε δεύτερο κύριο όνομα, Ιησούς Χριστός, και αναφέρεται στην προσωπικότητά του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”